Σχιζοφρένεια

Η σχιζοφρένεια είναι μία χρόνια και σοβαρή ψυχική διαταραχή που ορίζεται από την παρουσία χαρακτηριστικών συμπτωμάτων, όπως παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις, διαταραχές συμπεριφοράς της βούλησης και σπανιότερα της κινητικότητας. Στα χαρακτηριστικά συμπτώματα επίσης περιλαμβάνονται δυσλειτουργίες όλων σχεδόν των ανώτερων εγκεφαλικών λειτουργιών, αντίληψη, επαγωγική σκέψη, γλώσσα και λόγος, μνήμη και εκτελεστικές λειτουργίες.

Ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει θετικά συμπτώματα, δηλαδή συμπτώματα τα οποία φυσιολογικά δεν υπάρχουν (π.χ. ακουστικές ψευδαισθήσεις,), αρνητικά, δηλαδή συμπτώματα που αντικατοπτρίζουν κάτι που είναι «απόν», ενώ θα έπρεπε να υπάρχει (συναισθηματική επιπέδωση, αλογία, αβουλία και ανηδονία), ή μεικτά συμπτώματα.

Αιτιολογία

 

Η σχιζοφρένεια πρέπει να θεωρείται ως μία πολυπαραγοντική πάθηση ή μια πάθηση «πολλαπλών προσβολών», όπως ο καρκίνος, ο σακχαρώδης διαβήτης και η καρδιαγγειακή νόσος. Τα άτομα μπορεί να φέρουν κάποια γενετική προδιάθεση, αλλά αυτή η ευαλωτότητα δεν εκδηλώνεται αν δεν συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες. Αν και οι περισσότεροι από τους παράγοντες αυτούς θεωρούνται περιβαλλοντικοί, με την έννοια ότι δεν βρίσκονται κωδικοποιημένοι στο DNA και θα μπορούσαν πιθανώς να προκαλέσουν μεταλλάξεις ή να επηρεάσουν την έκφραση κάποιων γονιδίων, είναι στην πλειονότητά τους περισσότερο βιολογικοί παρά ψυχολογικοί, και περιλαμβάνουν παράγοντες όπως οι περιγεννητικές βλάβες, η κακή διατροφή ή η κατάχρηση ουσιών από πλευράς της μητέρας.

Οι σύγχρονες έρευνες γύρω από τη νευροβιολογία της σχιζοφρένειας εξετάζουν ένα σύμπλεγμα παραγόντων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται η γενετική, η ανατομία, τα λειτουργικά κυκλώματα, η νευροπαθολογία, η ηλεκτροφυσιολογία, η νευροχημεία, η νευροφαρμακολογία και η νευροαναπτυξιακή διαδικασία.

Επιδημιολογικά στοιχεία

 

•  Ο επιπολασμός της σχιζοφρένειας εκτιμάται μεταξύ 0,5 και 1% παγκοσμίως.

•  Η αναλογία ανδρών-γυναικών εκτιμάται πως είναι 1:1.

•  Η διαταραχή εκδηλώνεται συνήθως μεταξύ 16 και 35 ετών, ενώ σπανιότερα εμφανίζεται σε μικρότερη ή μεγαλύτερη ηλικία.

Κλινική διάγνωση

 

Σύμφωνα με το DSM-V (APA, 2013), για τη διάγνωση της σχιζοφρένειας απαιτούνται δύο τουλάχιστον κριτήρια από τα ακόλουθα έξι. Το ένα εκ των δύο πρέπει να ανήκει υποχρεωτικά στα πρώτα τρία της ομάδας Α (i, ii, iii) και να εμμένει επί αρκετό χρονικό διάστημα.

Κριτήρια Α.

i. Παραληρητικές ιδέες

ii. Ψευδαισθήσεις

iii. Αποδιοργανωμένος λόγος

iv. Έντονα αποδιοργανωμένη ή κατατονική συμπεριφορά

v. Αρνητικά συμπτώματα (συναισθηματική επιπέδωση, αλογία, αβουλία)

Κριτήριο Β. Έκπτωση της λειτουργικότητας

Κριτήριο Γ. Διάρκεια συμπτωμάτων πέραν των 6 μηνών

Κριτήριο Δ. Αποκλεισμός ύπαρξης σχιζοσυναισθηματικής, καταθλιπτικής ή διπολικής διαταραχής

Κριτήριο Ε. Αποκλεισμός επίδρασης λήψης ουσιών ή ύπαρξης σωματικής νόσου

Κριτήριο ΣΤ. Ιστορικό ύπαρξης διάχυτης αναπτυξιακής διαταραχής, όπως αυτισμός

Θεραπεία

 

Στις ψυχωτικές διαταραχές η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή αντιμετώπιση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την καλή πρόγνωση της νόσου.

Θεραπεία εκλογής της σχιζοφρένειας σε ασθενείς που βρίσκονται στην οξεία φάση είναι η αντιψυχωτική φαρμακευτική αγωγή. Ασθενείς που ωφελήθηκαν από τη βραχυπρόθεσμη θεραπεία με αντιψυχωτικά κατά την οξεία φάση είναι υποψήφιοι για θεραπεία συντήρησης, η οποία αποσκοπεί στον συνεχή έλεγχο των ψυχωτικών συμπτωμάτων και την ελαχιστοποίηση των υποτροπών. Παράλληλα, η ψυχοθεραπευτική υποστήριξη και η οικογενειακή συμβουλευτική έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν τα ποσοστά υποτροπής.

 

Οι παραπάνω αναφορές μας για τις ψυχιατρικές παθήσεις είναι ενδεικτικές και δεν αποτελούν οδηγίες εξαγωγής συμπερασμάτων και ειδικά αυτοδιάγνωσης.

Επιστροφή στις παθήσεις