Αγχώδεις διαταραχές

Οι αγχώδεις διαταραχές συνδέονται με αισθήματα ανησυχίας και παράλογους φόβους και μία πλειάδα βιολογικών αντιδράσεων στο στρες, όπως ταχυκαρδία, υπέρταση, ναυτία, δυσκολία στην αναπνοή και διαταραχές ύπνου.

Κλινικές μορφές

1. Διαταραχή πανικού
2. Αγοραφοβία
3. Διαταραχή Γενικευμένου Άγχους
4. Κοινωνική Φοβία

Θεραπεία

 

Οι περισσότερες μορφές αγχωδών διαταραχών σήμερα θεραπεύονται. Η προτεινόμενη θεραπεία περιλαμβάνει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και ψυχοθεραπευτική προσέγγιση. Η χορήγηση αντικαταθλιπτικών φαίνεται ότι ανακουφίζει τους ασθενείς από τα συμπτώματα επανακτώντας άμεσα τη λειτουργικότητά τους. Συγχρόνως η παροχή συμβουλευτικής ψυχοθεραπείας με γνωσιακό συμπεριφορικό προσανατολισμό έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική μέχρι σήμερα για τα άτομα που πάσχουν από αγχώδεις διαταραχές.

Διαταραχή πανικού

 

Η διαταραχή πανικού χαρακτηρίζεται από την ταχεία εισβολή επεισοδίων έντονου φόβου και των σοβαρών συμπτωμάτων άγχους.

Αιτιολογία

 

Η βιολογία της διαταραχής πανικού έχει μελετηθεί επισταμένα. Στους πιθανούς βιολογικούς μηχανισμούς που συμμετέχουν στην εκδήλωση του πανικού συμπεριλαμβάνονται τα αυξημένα επίπεδα των κατεχολαμινών στο κεντρικό νευρικό σύστημα, η υπερευαισθησία στο διοξείδιο του άνθρακα και μία διαταραχή στον μεταβολισμό του γαλακτικού οξέος. Καθεμία από τις παραπάνω υποθέσεις υποστηρίζεται από αντίστοιχα δεδομένα, αλλά καμία από αυτές δεν εξηγεί πλήρως το σύνολο των συμπτωμάτων της διαταραχής. Ακόμα, μελέτες οικογενειών και διδύμων υποστηρίζουν με έμφαση ότι η διαταραχή πανικού είναι κληρονομική. Επίσης, η ψυχαναλυτική θεωρία υποστηρίζει ότι η απώθηση, ένας συνήθης μηχανισμός άμυνας, ενδεχομένως να εμπλέκεται στην ανάπτυξη της διαταραχής.

Επιδημιολογικά στοιχεία

 

• Μία μελέτη που πραγματοποιήθηκε στον ελληνικό χώρο κατέδειξε ότι η διαταραχή πανικού εκδηλώνεται στο 1,9% του ελληνικού πληθυσμού (Σκαπινάκης et al., 2013).
• Το 45%-50% των ατόμων με διαταραχή πανικού βιώνουν και άλλες αγχώδεις διαταραχές ή κατάθλιψη.
• Η διαταραχή εκδηλώνεται συχνότερα σε γυναίκες από ό, τι στους άνδρες σε αναλογία 2:1.

Κλινική διάγνωση

 

Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-V (APA, 2013), η διάγνωση της διαταραχής πανικού προϋποθέτει την παρουσία δύο κύριων συμπτωμάτων, κρίσης πανικού και ένα σύμπτωμα από τα ακόλουθα, ανησυχία για νέα κρίση, ανησυχία για τις συνέπειες της κρίσης, αλλαγή της συμπεριφοράς. Η διαταραχή δεν οφείλεται σε σωματική νόσο ή επίδραση ουσίας ή άλλη ψυχική διαταραχή.
O Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στο ICD-10 (WHO, 1993) και η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία στο DSM-V (APA, 2013) δεν συνδέουν άμεσα την αγοραφοβία με τη διαταραχή πανικού, αλλά την ταξινομούν ως ξεχωριστή διαταραχή. Ωστόσο, συχνά η αγοραφοβία φαίνεται να αποτελεί επιπλοκή της διαταραχής πανικού οδηγώντας περαιτέρω σε λειτουργική έκπτωση.
Στη διαταραχή πανικού με συνύπαρξη αγοραφοβίας η συννοσηρότητα με άλλες διαταραχές ξεπερνά το 80% των περιπτώσεων.

Αγοραφοβία

 

Η αγοραφοβία είναι η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο εμφανίζει έντονο φόβο και άγχος σε ανοιχτούς ή κλειστούς χώρους κατά τους οποίους η διαφυγή θεωρείται δύσκολη, όπως μέσα μαζικής μεταφοράς, θέατρο, σινεμά, εμπορικά κέντρα.
Πολύ συχνά η αγοραφοβία αποτελεί μία επιπλοκή της διαταραχής πανικού κατά την οποία το άτομο φοβάται ότι δεν θα έχει δυνατότητα άμεσης διαφυγής στην περίπτωση που πιθανώς υποστεί μία κρίση πανικού. Ως συνέπεια του φόβου αυτού, το άτομο αποφεύγει μέρη ή καταστάσεις όπου αυτό θα μπορούσε να συμβεί, ενώ σε βαρύτερες περιπτώσεις τα άτομα παραμένουν κλεισμένα στο σπίτι τους.

Αιτιολογία

 

Η ακριβής αιτία της αγοραφοβίας παραμένει ασαφής, αλλά θεωρείται ότι παίζουν ρόλο κάποιες περιοχές του εγκεφάλου που ελέγχουν την απόκριση στον φόβο. Διάφοροι άλλοι παράγοντες, όπως έκθεση σε κάποιο τραυματικό γεγονός, συμβάλλουν στην εμφάνιση της διαταραχής, αλλά και γενετικοί παράγοντες (κληρονομικότητα) παίζουν ρόλο στην αγοραφοβία όπως και στις άλλες αγχώδεις διαταραχές.

Επιδημιολογικά στοιχεία

 

• Περίπου το 1% του πληθυσμού πάσχει από αγοραφοβία, με τις γυναίκες να σημειώνουν μεγαλύτερα ποσοστά από τους άντρες.
• Η αγοραφοβία εμφανίζεται συνήθως σε άτομα κάτω της ηλικίας των 35 ετών με μέση ηλικία έναρξης τα 20 έτη.

Κλινική διάγνωση

 

Σύμφωνα με το DSM-V (APA, 2013), η αγοραφοβία αποτελεί πλέον διακριτή διαταραχή. Η διάγνωση της αγοραφοβίας προϋποθέτει έντονο φόβο για μέρη ή καταστάσεις στα οποία το άτομο νιώθει ότι η διαφυγή ή η αναζήτηση βοήθειας καθίσταται δύσκολη (απαραίτητο να υπάρχει φόβος για τουλάχιστον 2 καταστάσεις) και συστηματική αποφυγή καταστάσεων που συνδέονται με αγοραφοβία (περιορισμός ταξιδιών) ή υπομονή των καταστάσεων με αξιοσημείωτη δυσφορία ή άγχος για το ενδεχόμενο προσβολής πανικού ή παρόμοιων συμπτωμάτων ή απαίτηση παρουσίας συνοδού. Η διάγνωση τίθεται μόνο αν τα συμπτώματα έχουν διάρκεια τουλάχιστον 6 μήνες, ενώ δεν εξηγείται καλύτερα από κάποια άλλη διαταραχή (Διαφοροδιάγνωση).

Διαταραχή Γενικευμένου Άγχους

 

Η διαταραχή γενικευμένου άγχους ή αλλιώς γενικευμένη αγχώδης διαταραχή χαρακτηρίζεται από υπερβολικό αίσθημα άγχους για διάφορες συνθήκες της ζωής, όπως η υγεία, τα οικονομικά, η κοινωνική αποδοχή, η επίδοση στην εργασία και η προσαρμογή στον έγγαμο βίο, χωρίς την παρουσία εμφανούς ερεθίσματος.

Αιτιολογία

 

Η αιτιολογία της διαταραχής γενικευμένου άγχους είναι άγνωστη. Η έρευνα καταδεικνύει ότι η διαταραχή παρουσιάζεται σε αυξημένα ποσοστά σε οικογένειες πασχόντων, ενώ σε μια μεγάλης έκτασης μελέτη διδύμων διαπιστώθηκε ότι οι γενετικοί παράγοντες διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην αιτιολογία της διαταραχής, μολονότι οι μη γενετικοί παράγοντες όπως τα ψυχοπιεστικά γεγονότα της ζωής θεωρούνται πιο σημαντικοί. Αρκετά διαφορετικά νευροδιαβιβαστικά συστήματα πιστεύεται ότι διαμεσολαβούν στην εμφάνιση της διαταραχής.

Επιδημιολογικά στοιχεία

 

• Περίπου το 4% έως 7% του πληθυσμού πάσχει από διαταραχή γενικευμένου άγχους, με τις γυναίκες να σημειώνουν μεγαλύτερα ποσοστά από τους άντρες.
• Η διαταραχή γενικευμένου άγχους εμφανίζεται συνήθως σε άτομα κάτω της ηλικίας των 35 ετών με μέση ηλικία έναρξης τα 20 έτη.

Κλινική διάγνωση

 

Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-V (APA, 2013), η διάγνωση της διαταραχής προϋποθέτει την παρουσία δύο κύριων συμπτωμάτων, υπερβολικό άγχος και ανησυχία για ένα σύνολο δραστηριοτήτων (εργασία, σχολική επίδοση), καθώς και δυσκολία ελέγχου της ανησυχίας και τουλάχιστον τριών μη ειδικών συμπτωμάτων, κόπωση, διαταραχές συγκέντρωσης, διαταραχές ύπνου, ευερεθιστότητα, μυϊκή τάση, νευρικότητα.
Η διάγνωση τίθεται μόνο αν τα συμπτώματα έχουν διάρκεια τουλάχιστον 6 μήνες και προκαλούν κλινικά σημαντική δυσφορία ή έκπτωση της λειτουργικότητας σε σημαντικούς τομείς (κοινωνικό, επαγγελματικό), και η διαταραχή δεν οφείλεται σε σωματική νόσο (π.χ. υπερθυρεοειδισμός) ή επίδραση ουσίας, διαταραχή διάθεσης, ψυχωτική διαταραχή, αναπτυξιακή διαταραχή.

Κοινωνική Φοβία

 

Στην κοινωνική φοβία ή αλλιώς διαταραχή κοινωνικού άγχους συνήθως υπάρχει φόβος στην έκθεση σε συνθήκες οι οποίες εμπλέκουν άγνωστα ή μη οικεία άτομα ή καταστάσεις στις οποίες ο πάσχων καλείται μεταξύ άλλων να μιλήσει δημόσια, να προσεγγίσει άτομα του άλλου φύλου, να συμμετέχει σε κοινωνικές εκδηλώσεις, να φάει ή να γράψει μπροστά σε άλλους, να διεκδικήσει βασικά του δικαιώματα. Εφόσον εκτεθεί στις καταστάσεις που φοβάται μπορεί να εμφανίσει σωματικά συμπτώματα δηλωτικά του άγχους του ή της αμηχανίας του, όπως ερυθρότητα προσώπου, εφίδρωση, τάση για έμετο, τρόμο ή ταχυκαρδία.

Αιτιολογία

 

Οι φοβικές διαταραχές εμφανίζουν αυξημένα ποσοστά εκδήλωσης μεταξύ των μελών οικογενειών που πάσχουν. Μελέτες κατέδειξαν ότι οι συγγενείς ασθενών με φοβία ήταν σημαντικά πιθανότερο να έχουν και οι ίδιοι φοβίες σε σύγκριση με τους συγγενείς υγιών ατόμων. Το βιολογικό υπόστρωμα δεν είναι πλήρως γνωστό. Έρευνες υποστηρίζουν ότι οι ντοπαμινεργικές οδοί διαδραματίζουν κάποιον ρόλο στην κοινωνική φοβία. Επίσης, η διαδικασία της μάθησης διαδραματίζει πιθανώς κάποιο ρόλο στην αιτιολογία των φοβιών. Η συμπεριφορική σχολή έχει υπογραμμίσει ότι πολλές φοβίες τείνουν να εκδηλώνονται σε συσχέτιση με κάποια ψυχοτραυματικά γεγονότα. Η ψυχαναλυτική σχολή υποστηρίζει ότι οι φοβίες προκαλούνται από άλυτες συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας και αποδίδει τη δημιουργία τους στους αμυντικούς μηχανισμούς της μετάθεσης και της αποφυγής.

Επιδημιολογικά στοιχεία

 

• Περίπου το 13% του γενικού πληθυσμού πάσχει από κοινωνική φοβία.
• Η κοινωνική φοβία εμφανίζει ίση κατανομή στα δύο φύλα.
• Η κοινωνική φοβία ξεκινά συνήθως κατά την εφηβεία και σχεδόν πάντοτε πριν από την ηλικία των 25 ετών.

Κλινική διάγνωση

 

Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-V (APA, 2013), η διάγνωση της κοινωνικής φοβίας χαρακτηρίζεται από έντονο και επίμονο φόβο μιας ή περισσότερων κοινωνικών καταστάσεων ή καταστάσεων στις οποίες το άτομο πρέπει να επιτελέσει κάτι σε ανθρώπους άγνωστους και υπάρχει η πιθανότητα εξονυχιστικής και λεπτομερούς εξέτασης εκ μέρους των άλλων. Το άτομο φοβάται ότι θα ενεργήσει με τέτοιο τρόπο (ή θα δείξει σημάδια άγχους) με απόρροια τη δημόσια ταπείνωσή του ή την έκδηλη αμηχανία του. Η έκθεση στην επίφοβη κοινωνική κατάσταση επιφέρει σχεδόν πάντα άγχος, ενώ το άτομο γνωρίζει ότι ο φόβος του δεν είναι ρεαλιστικός, αλλά παράλογος. Οι εν λόγω καταστάσεις αποφεύγονται ή υπομένονται με έντονο άγχος ή υποκειμενική ενόχληση.
Σε άτομα κάτω των 18 ετών η διάρκεια είναι τουλάχιστον 6 μήνες. Η διαταραχή δεν οφείλεται σε κάποια ουσία και δεν εξηγείται καλύτερα ως κάποια άλλη ψυχική διαταραχή (π.χ. Διαταραχή Πανικού Με ή Χωρίς Αγοραφοβία, Διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού, Σωματοδυσμορφική Διαταραχή, κάποια Βαριά Εκτεταμένη Διαταραχή της Ανάπτυξης ή Σχιζοειδής Διαταραχή της Προσωπικότητας).

 

Οι παραπάνω αναφορές μας για τις ψυχιατρικές παθήσεις είναι ενδεικτικές και δεν αποτελούν οδηγίες εξαγωγής συμπερασμάτων και ειδικά αυτοδιάγνωσης.

Επιστροφή στις παθήσεις