Οι αποσυνδετικές διαταραχές χαρακτηρίζονται από μεταβολές ή διαταραχές στις απαρτιωμένες λειτουργίες της ταυτότητας (συνείδηση εαυτού), της μνήμης και της συνείδησης.
1. Αμνησικές διαταραχές (Αποσυνδετική αμνησία και φυγή)
2. Αποσυνδετική διαταραχή της ταυτότητας
3. Διαταραχή αποπροσωποποίησης
Η προκαλούμενη από ψυχολογικά αίτια απώλεια μνήμης καλείται αποσυνδετική/διασχιστική αμνησία. Η διαταραχή ορίζεται ως ένα ή περισσότερα επεισόδια αδυναμίας ανάκλησης στη μνήμη σημαντικών προσωπικών πληροφοριών, συνήθως ψυχοτραυματικής ή ψυχοπιεστικής φύσης, η οποία θεωρείται υπερβολικά εκτεταμένη για να μπορεί να αποδοθεί στο φυσιολογικό πλαίσιο του να ξεχνά κάποιος γεγονότα.
Στην αποσυνδετική αμνησία το άτομο βρίσκεται κατά κανόνα σε σύγχυση και είναι μπερδεμένο. Η αμνησία τυπικά εμφανίζεται αιφνιδίως και μπορεί να διαρκεί από λεπτά έως ημέρες ή ακόμη περισσότερο.
Σύμφωνα με το DSM-V (APA, 2013), η προεξάρχουσα διαταραχή συνίσταται σε ένα ή περισσότερα επεισόδια αδυναμίας ανάκλησης στη μνήμη σημαντικών προσωπικών πληροφοριών, συνήθως τραυματικής ή στρεσογόνου φύσης. Η διαταραχή δεν εκδηλώνεται αποκλειστικά κατά την πορεία μιας αποσυνδετικής διαταραχής της ταυτότητας, μιας αποσυνδετικής φυγής, μιας διαταραχής μετατραυματικού στρες, μιας διαταραχής οξέος στρες ή μιας σωματοποιητικής διαταραχής και δεν οφείλεται στις άμεσες φυσιολογικές επιδράσεις μιας ουσίας (π.χ. φάρμακο) ή μιας νευρολογικής ή άλλης γενικής παθολογικής πάθησης (π.χ. αμνησιακή διαταραχή οφειλόμενη σε κρανιοεγκεφαλική κάκωση). Τα συμπτώματα προκαλούν κλινικά σημαντική δυσφορία ή έκπτωση στον κοινωνικό, επαγγελματικό ή άλλον σημαντικό τομέα της λειτουργικότητας.
Δεν υπάρχει τεκμηριωμένη θεραπεία για την αποσυνδετική αμνησία και η ανάρρωση τείνει να εμφανίζεται αυτομάτως. Σε ορισμένες περιπτώσεις ένα ασφαλές περιβάλλον μπορεί να βοηθήσει την ανάρρωση. Η ύπνωση και οι συνεντεύξεις έχει αναφερθεί ότι βοηθούν τους ασθενείς να ανακαλέσουν τις απολεσθείσες μνημονικές παραστάσεις. Όταν οι μνήμες αυτές επιστρέψουν, οι ασθενείς πρέπει να βοηθηθούν να κατανοήσουν τον λόγο για τον οποίο συνέβη αυτή η απώλεια μνήμης και να ενδυναμώσουν τη χρήση υγιών στρατηγικών αντιμετώπισης των ψυχοπιεστικών καταστάσεων.
Η αποσυνδετική φυγή χαρακτηρίζεται από αμνησία με αδυναμία ανάκλησης του παρελθόντος και υιοθέτηση νέας ταυτότητας, που μπορεί να είναι μερική ή πλήρης. Η φυγή αφορά συνήθως σε ένα αιφνίδιο, απροσδόκητο ταξίδι του ατόμου μακριά από το σπίτι ή την εργασία, δεν οφείλεται σε αποσυνδετική διαταραχή της ταυτότητας και δεν προκαλείται από κάποια ουσία ή γενική παθολογική κατάσταση (π.χ. κροταφική επιληψία).
Όπως και στην περίπτωση της αποσυνδετικής αμνησίας, οι καταστάσεις φυγής αναφέρεται ότι εκδηλώνονται υπό ψυχοπιεστικές συνθήκες, όπως είναι οι φυσικές καταστροφές ή ο πόλεμος. Σε κάποιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί ότι και η προσωπική απόρριψη από τρίτους, οι απώλειες ή οικονομικές πιέσεις είναι δυνατόν να ακολουθούνται από αποσυνδετική φυγή. Οι φυγές μπορεί να διαρκέσουν για μήνες και να οδηγήσουν σε περίπλοκες περιπλανήσεις και υιοθέτηση νέας ταυτότητας.
Σύμφωνα με το DSM-V (APA, 2013), η προεξάρχουσα διαταραχή συνίσταται σε αιφνίδιο ή απροσδόκητο ταξίδι του ατόμου μακριά από το σπίτι του ή τον συνήθη τόπο εργασίας με αδυναμία του ατόμου να ανακαλέσει το παρελθόν του. Υπάρχει σύγχυση του ατόμου όσον αφορά την προσωπική του ταυτότητα ή υιοθέτηση μιας νέας ταυτότητας (μερικώς ή πλήρως).
Η διαταραχή δεν εκδηλώνεται αποκλειστικά κατά την πορεία μιας αποσυνδετικής διαταραχής της ταυτότητας και δεν οφείλεται στις άμεσες φυσιολογικές επιδράσεις μιας ουσίας (π.χ. φάρμακο) ή μιας νευρολογικής ή άλλης γενικής παθολογικής πάθησης (π.χ. κροταφική επιληψία). Τα συμπτώματα προκαλούν κλινικά σημαντική δυσφορία ή έκπτωση στον κοινωνικό, επαγγελματικό ή άλλον σημαντικό τομέα της λειτουργικότητας.
Δεν υπάρχει τεκμηριωμένη θεραπεία για την αποσυνδετική φυγή και η ανάρρωση τείνει να επέρχεται απότομα μετά από μερικές ώρες ή να κρατήσει πολύ περισσότερο. Για κάποια άτομα, ένα ασφαλές περιβάλλον μπορεί να βοηθήσει την ανάρρωση. Η ύπνωση και οι συνεντεύξεις έχει αναφερθεί ότι βοηθούν τους ασθενείς στην ανάκτηση των απολεσθέντων αναμνήσεων. Όταν οι μνήμες αυτές επιστρέψουν, οι ασθενείς πρέπει να βοηθηθούν να κατανοήσουν τον λόγο για τον οποίο συνέβη αυτή η απώλεια μνήμης και να ενδυναμώσουν τη χρήση υγιών στρατηγικών αντιμετώπισης των ψυχοπιεστικών καταστάσεων.
Η αποσυνδετική διαταραχή της ταυτότητας ή αλλιώς διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο ή περισσότερων διακριτών ταυτοτήτων ή προσωπικοτήτων, καθεμία από τις οποίες έχει τον δικό της σχετικά σταθερό τρόπο να αντιλαμβάνεται, σχετίζεται και σκέπτεται ως προς το περιβάλλον και τον εαυτό. Μια κατάσταση προσωπικότητας δεν είναι τόσο καλά ανεπτυγμένη ή απαρτιωμένη ως προς τη σκέψη ή τη συμπεριφορά όσο μία ταυτότητα. Σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται να εκδηλώνονται τουλάχιστον δύο πλήρως ανεπτυγμένες ταυτότητες, ενώ σε άλλες είναι δυνατόν να υπάρχει μία διακριτή ταυτότητα και μία ή περισσότερες καταστάσεις προσωπικότητας.
Η αιτιολογία της αποσυνδετικής διαταραχής της ταυτότητας είναι άγνωστη. Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι η διαταραχή είναι συνέπεια βαριάς σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία. Υποθέτουν ότι η διαταραχή προκύπτει από αυτοπροκαλούμενη ύπνωση, στην οποία καταφεύγει το άτομο προκειμένου να διαχειριστεί τη σωματική ή συναισθηματική κακοποίηση ή παραμέληση.
• Αυξημένη εκδήλωση των περιστατικών τα τελευταία χρόνια.
• 0.5-2% των ψυχιατρικών εισαγωγών, χρόνια διαταραχή.
• Γυναίκες συχνότερα, όψιμη εφηβεία/πρώιμα στάδια ενηλικίωσης, συννοσηρότητα με συναισθηματικές και αγχώδεις διαταραχές, διαταραχές σχετιζόμενες με ουσίες, διαταραχή μετατραυματικού στρες και ύπνου.
• Σε μελέτη εκτεταμένης σειράς περιστατικών βρέθηκε ότι ο μέσος όρος προσωπικοτήτων στους ασθενείς ήταν 7, ενώ οι μισοί περίπου από τους ασθενείς είχαν περισσότερες από 10 προσωπικότητες.
Σύμφωνα με το DSM-V (APA, 2013) για τη διάγνωση της αποσυνδετικής διαταραχής της ταυτότητας πρέπει να πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια.
• Το άτομο βιώνει δύο ή περισσότερες ξεχωριστές ταυτότητες ή καταστάσεις προσωπικότητας (το καθένα με το δικό του διαρκές πρότυπο αντίληψης, σχέσης και σκέψης για το περιβάλλον και τον εαυτό του). Ορισμένοι πολιτισμοί το περιγράφουν ως εμπειρία κατοχής.
• Η διάσπαση της ταυτότητας συνεπάγεται σε μια αλλαγή στην αίσθηση του εαυτού, την αίσθηση της ενέργειας και τις αλλαγές στη συμπεριφορά, τη συνείδηση, τη μνήμη, την αντίληψη και την αισθητηριακή-κινητική λειτουργία.
• Συχνά κενά βρίσκονται στις αναμνήσεις του ατόμου για την προσωπική ιστορία, συμπεριλαμβανομένων ανθρώπων, τόπων και γεγονότων, τόσο για το μακρινό όσο και για το πρόσφατο παρελθόν. Αυτά τα επαναλαμβανόμενα κενά δεν συμβαδίζουν με τη φυσιολογική λήθη.
• Τα συμπτώματα προκαλούν κλινικά σημαντική δυσφορία ή έκπτωση σε κοινωνικούς, επαγγελματικούς ή άλλους σημαντικούς τομείς λειτουργικότητας.
Η κύρια θεραπεία για την αποσυνδετική διαταραχή της ταυτότητας είναι η μακροχρόνια ψυχοθεραπεία αποσκοπώντας στην ενοποίηση των διαφορετικών προσωπικοτήτων σε μία και την ύφεση των συμπτωμάτων. Σε περίπτωση που το άτομο βρίσκεται σε μια σοβαρή κρίση, η νοσηλεία μπορεί να βοηθήσει. Άλλες θεραπείες περιλαμβάνουν τη γνωστική και τη δημιουργική-εκφραστική θεραπεία. Αν και τα πυρηνικά συμπτώματα της εν λόγω διαταραχής δεν ανταποκρίνονται στη φαρμακευτική αγωγή, δύναται να συνταγογραφούνται αντικαταθλιπτικά, φάρμακα κατά του άγχους ή ηρεμιστικά για τον έλεγχο των ψυχολογικών συμπτωμάτων που σχετίζονται με αυτήν. Με τη σωστή θεραπεία σε πολλούς ανθρώπους βελτιώνεται η ικανότητά τους να είναι λειτουργικοί στην επαγγελματική και προσωπική τους ζωή.
Η διαταραχή αποπροσωποποίησης χαρακτηρίζεται από το αίσθημα αποξένωσης από τον εαυτό ή το περιβάλλον του ατόμου σαν να ήταν το άτομο ένας εξωτερικός παρατηρητής. Κάποιοι ασθενείς βιώνουν μια ονειρική κατάσταση ή άλλοι μπορεί να αισθάνονται σαν να ήταν αποκομμένοι από τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή την ταυτότητά τους. Η διαταραχή αυτή είναι δυνατόν να συνοδεύεται από αποπραγματοποίηση και από μια αίσθηση αποξένωσης, μη πραγματικού και αλλοιωμένης σχέσης με τον έξω κόσμο.
Η αιτία της διαταραχής αποπροσωποποίησης είναι άγνωστη. Ο Freud υποστήριξε ότι η αποπροσωποποίηση επιτρέπει στο άτομο να αρνηθεί επώδυνα ή μη αποδεκτά συναισθήματα. Θα μπορούσε επίσης να αντιπροσωπεύει μια προσαρμοστική απάντηση σε έναν απειλητικό για τη ζωή κίνδυνο, πιθανώς δρώντας ως άμυνα, απέναντι σε ακραίας έντασης συναισθήματα όπως ο έντονος φόβος. Το γεγονός ότι η αποπροσωποποίηση εκδηλώνεται συχνά και σε αρκετές διαταραχές του κεντρικού νευρικού συστήματος (π.χ. αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, όγκοι) υποδηλώνει μία βιολογική βάση.
• Συχνό φαινόμενο ως μεμονωμένη κατάσταση, άγνωστη η συχνότητά του ως διαταραχή.
• Σε διπλάσιο ποσοστό στις γυναίκες και σπάνιο άνω των 40 ετών.
Σύμφωνα με το DSM-V (APA, 2013), για τη διάγνωση της διαταραχής αποπροσωποποίησης πρέπει να πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:
• Αίσθημα συναισθηματικού μουδιάσματος ή/και σαν να μην ελέγχει το άτομο τα λόγια και τις πράξεις του.
• Αίσθημα αποσύνδεσης από συνηθισμένες αισθήσεις όπως αφή, δίψα, πείνα και λίμπιντο.
• Η αποπροσωποποίηση είναι μια αίσθηση της απόστασης από τις δραστηριότητες που συμβαίνουν στον κόσμο ή το αίσθημα ότι το περιβάλλον κάποιου είναι παραμορφωμένο ή κάπως μη αναγνωρίσιμο. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει για το άτομο ότι:
• Νιώθει τα αντικείμενα σαν να έχουν λάθος μέγεθος ή χρώμα.
• Η αίσθηση ότι ο χρόνος επιταχύνεται ή επιβραδύνεται
• Βιώνοντας την κατάσταση οι ήχοι και οι φωνές μοιάζουν να ακούγονται πιο δυνατά ή πιο απαλά από το αναμενόμενο.
• Αισθάνεται σαν να παρακολουθεί γεγονότα και δραστηριότητες που ξετυλίγονται μέσα σε μια ταινία ή σε οθόνη υπολογιστή παρά σαν να συμμετέχει ενεργά σε αυτά.
Προκειμένου να πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη διάγνωση της διαταραχής αποπροσωποποίησης αυτά τα επεισόδια πρέπει να προκαλούν κλινικά σημαντική δυσφορία και/ή να δυσκολεύουν το άτομο να είναι λειτουργικό στην εργασία, στο σχολείο ή στο κοινωνικό του περιβάλλον. Δεν πρέπει επίσης να αποδοθούν σε άλλη ψυχολογική κατάσταση όπως η σχιζοφρένεια. Άτομα με διαταραχή αποπροσωποποίησης αρχίζουν γενικά να εμφανίζουν σημάδια στην πρώιμη παιδική ηλικία.
Θεραπευτικός στόχος είναι η μείωση του άγχους, φαρμακευτικά και ψυχοθεραπευτικά. Έχει αναφερθεί επίσης ότι η υπνοθεραπεία ή η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία βοηθά τους ασθενείς να ελέγξουν τα επεισόδια αποπροσωποποίησης. Με τη γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία οι ασθενείς μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν τα λανθασμένα πρότυπα σκέψης τους και να θέτουν υπό αμφισβήτηση τα αισθήματα του μη πραγματικού.
Οι παραπάνω αναφορές μας για τις ψυχιατρικές παθήσεις είναι ενδεικτικές και δεν αποτελούν οδηγίες εξαγωγής συμπερασμάτων και ειδικά αυτοδιάγνωσης.
Στα πλαίσια της κοινωνικής αποστασιοποίησης λόγω του κορωνοϊού COVID-19, η Κλινική μας έχει προβεί στη διαμόρφωση ειδικών χώρων φιλοξενίας νεοεισερχόμενων ασθενών, προς διασφάλιση της υγείας των νοσηλευομένων και του ιατρικού και λοιπού προσωπικού της κλινικής.
Η κλινική μας είναι πλήρως προσαρμοσμένη στις οδηγίες του Ε.Ο.Δ.Υ. και συνεχίζει να προσφέρει τις υψηλού επιπέδου υπηρεσίες της προσαρμοσμένες στις νέες συνθήκες, που έχουν διαμορφωθεί.